- δυνήσεσθαι
- δύναμαιto be ablefut inf mid
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατελπίζω — (Α) 1. (ενεργ. και παθ.) ελπίζω πολύ, έχω μεγάλες ελπίδες, προσδοκώ («κατελπίσαντες... δυνήσεσθαι τοὺς Κελτούς... ἐκβαλεῑν», Πολ.) 2. (με γεν.) στηρίζω τις ελπίδες μου σε κάποιον, βασίζομαι σε κάποιον («κατελπίζειν τῆς αὐτῶν δυνάμεως», Ιώσ.) … Dictionary of Greek
υπαγορεύω — ὑπαγορεύω, ΝΜΑ απαγγέλλω κάτι σε κάποιον, συνήθως με αργό ρυθμό, για να τό γράψει ή να τό επαναλάβει προφορικά (α. «ο καθηγητής υπαγορεύει το κείμενο στους μαθητές» β. «δεῑ γράμματα ἐπίστασθαι τὸν μέλλοντα δυνήσεσθαι τὰ ὑπαγορευόμενα γράφειν»,… … Dictionary of Greek
δυνήσεσθ' — δυνήσεσθε , δύναμαι to be able fut ind mid 2nd pl δυνήσεσθαι , δύναμαι to be able fut inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)